- αισχροεπής
- αἰσχροεπής (-οῡς), -ές (Α)ο αισχρολόγος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρός + -επὴς < ἔπος.ΠΑΡ. νεοελλ. αισχροέπεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰσχροεπές — αἰσχροεπής foul mouthed masc/fem voc sg αἰσχροεπής foul mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αισχροέπεια — η [αισχροεπής] η αισχρολογία* … Dictionary of Greek
αισχροεπώ — αἰσχροεπῶ ( έω) (Α) [αἰσχροεπής] μεταχειρίζομαι αισχρή γλώσσα, λέω αισχρά λόγια … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αἰσχροεπῶν — αἰσχροεπέω use foul language pres part act masc nom sg (attic epic doric) αἰσχροεπής foul mouthed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)